-
1 εὐρωστέω
A toberobust, Poll.3.121, POxy.1493.8 (iii/iv A.D.), prob. in Gal.13.194;ἐὰν εὐρωστῇ σοι τὰ πράγματα Ph.2.403
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐρωστέω
См. также в других словарях:
ευρωστώ — εὐρωστῶ, έω (ΑΜ) [εύρωστος] είμαι εύρωστος, υγιής αρχ. 1. βρίσκομαι σε καλή κατάσταση («ἐὰν εὐρωστῇ σοι τὰ πράγματα», Φίλ.) 2. επιδεικνύω ηθική δύναμη … Dictionary of Greek